
Όλα είναι άσπρα. Είμαι μέσα σε έναν κύβο που οι εσωτερικές του πλευρές είναι άσπρα τετράγωνα. «Να είχα μόνο ένα μολύβι να μπορέσω να γράψω!». Αυτά τα άσπρα τετράγωνα χωρίζονται σε μικρότερα άσπρα τετράγωνα. Οι εξωτερικές πλευρές του κύβου… «Οι εξωτερικές πλευρές του κύβου… δεν ξέρω τι χρώμα είναι… Υποθέτω ότι κι αυτές είναι άσπρες. Δεν έχει καμιά πρωτοτυπία ο κόσμος εδώ». Τα ρούχα μου είναι άσπρα. Το φως από το παράθυρο είναι κίτρινο. Το κίτρινο και το άσπρο είναι αδέλφια. Από την ίδια μάνα. Δεν μου αρέσει το άσπρο χρώμα. Προτιμώ το μαύρο. Όπως το χρώμα της πένας που είχα κι έγραφα πριν έρθουν. Πριν έρθουν οι «Κύριοι» με τα άσπρα και μου την πάρουν. Την πένα, τις λέξεις πάνω στο χαρτί, την ελευθερία μου, την ίδια μου τη ζωή. «Φέρτε πίσω τις λέξεις μου!», τους φώναζα, τους απειλούσα, τους εκλιπαρούσα. «Φέρτε πίσω τις μαύρες λέξεις μου!».
«Γι’ αυτό η ψυχή σου είναι μαύρη, επειδή αγαπάς το μαύρο χρώμα. Και γι’ αυτό φταίει η μαύρη πένα», μου είπαν κι έτσι μου πήραν την πένα και με μια τεράστια γομολάστιχα έσβησαν όλες μου τις λέξεις.
Μα η δική μου ψυχή είναι πολύχρωμη. Πώς μπόρεσαν να μην δουν τόσα πολλά χρώματα; Μήπως ήταν κλειστό το φως; Λες να ξέχασα να πληρώσω το ρεύμα; Αποκλείεται. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να είναι τυφλοί. Λένε ότι βλέπουν, αλλά μάλλον δεν βλέπουν την τύφλα τους. Τους γνωρίζω αυτούς τους ανθρώπους. Τους έχω συναντήσει αιώνες τώρα. Με άλλα ρούχα, διαφορετικά ονόματα. Κάποτε τους έλεγαν ιερατείο, άλλοτε τύραννο, φεουδάρχη, ιερά εξέταση, φασίστα, κομμουνιστή, καπιταλιστή κι άλλα τόσα. Μαθημένοι μόνο να παπαγαλίζουν, χωρίς καμιά αμφισβήτηση ή κριτική σκέψη.
Ίσως φταίω κι εγώ. Δεν προστατεύομαι. Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί κι αγαθοί. Τους είπα ότι κάποιες φορές νιώθω σαν τον Δον Κιχώτη. Ειδικά όταν παίρνω ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι. Έτσι μεταμορφώνομαι. Μπορώ να γίνω ένας Ροβινσώνας Κρούσος, ένας Ρομπέν τον δασών, ένας Πουαρώ. Μπορώ να μεταμορφώσω έναν ανεμόμυλο σε στρατούς από ιππότες.
Κι αυτοί είναι τόσο ηλίθιοι που το πήραν κυριολεκτικά. Άρχισαν να ψάχνουν το κοντάρι, το άλογο, το γαϊδούρι και τον Σάντσο Πάντσα. Τους είπα ότι δεν υπάρχουν κι ότι είναι όλα προϊόντα τις φαντασίας μου. Απλά αφήνω την φαντασία μου να με κυριεύσει κι εκείνη αραδιάζει λέξεις στο χαρτί.
«Την φαντασία σου θα την συλλάβουμε αργότερα. Τώρα πες μας που είναι ο Σάντσο Πάντσα». μου είπαν
«Στα βιβλία», τους είπα, «κάνει βόλτες με τον γάιδαρό του».
Άρχισαν να σχίζουν τα βιβλία μήπως και τον βρουν. Με κατηγόρησαν για δολοφόνο του Σάντσο Πάντσα. Έκανα κι ένα μήνα φυλακή, πριν με φέρουν στον άσπρο κύβο, γιατί λένε ότι βρήκαν ένα κοντάρι σφουγγαρίστρας, πράγμα που αποδείκνυε ότι σκότωσα τον Σάντσο Πάντσα.
Τους έβλεπες. Ήταν τόσο σίγουροι για τις θεωρίες τους. Μου μιλούσαν με ένα στόμφο, μια ανωτερότητα. Άλλωστε μου το έδειξαν και σε στατιστικά στοιχεία. Όποιος έχει μαύρη ψυχή και γράφει λέξεις είναι ικανός να σκοτώσει τον Σάντσο Πάντσα.
«Μα δεν έχω μαύρη ψυχή. Η ψυχή μου είναι πολύχρωμη» επέμενα. Εκείνοι γελούσαν. Θύμωσα.
«Βρε ουστ κοπρόσκυλα από εδώ!» τους είπα. Αυτό ειλικρινά μου ξέφυγε. Δεν έπρεπε να το πω. Το ξύλο πέφτει σαν βροχή στο κορμί μου. Το αίμα είναι κόκκινο. Τα βλέπω όλα λαμπερά, τους «Κυρίους» με τα άσπρα, τις λέξεις μου να φυλακίζονται με την κατηγορία του εγκλήματος κατά του συστήματος και τα βιβλία μου να καίγονται στην πυρά.
Konstantinos Kokologiannis